ἴς

ἴς
ῑς ()
a strength [ἶν coni. Kayser: κρίσιν codd. P. 4.253] πρόσθα μὲν ς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil.: ἴς Π: σ coni. G-H. v. Ἀχελώιος) fr. 70. 1.
b sinew met.,

Ἑλέναν τ' ἐλύσατο, Τροίας ἰνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα I. 8.52


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”